ψυχολάτρης

ψυχολάτρης
ο, θηλ. ψυχολάτρισσα, Ν
οπαδός τής ψυχολατρείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + λάτρης (πρβλ. ειδωλο-λάτρης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ψυχολάτρης — ο αυτός που λατρεύει την ψυχή, αυτός που πιστεύει στην ψυχολατρία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”